- αναγνωρίζουν
- признаваат
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
ιακωβίτες — Χριστιανοί οπαδοί του Σύρου μοναχού Ιάκωβου Βαραδαίου, επισκόπου Εδέσσης, ο οποίος ίδρυσε κατά τα μέσα του 6ου αι. τη μονοφυσιτική Εκκλησία της Συρίας και του Ιράκ, η οποία είχε αποσπαστεί από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία. Σήμερα οι ι. αριθμούν… … Dictionary of Greek
Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… … Dictionary of Greek
ουνίτες — Έτσι ονομάζονται οι χριστιανοί που ήταν παλαιότερα ορθόδοξοι και προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό. Αναγνωρίζουν ως υπέρτατο αρχηγό τον πάπα της Ρώμης, διατηρούν όμως την εξωτερική εμφάνιση των ορθόδοξων ιερέων. Οι νεστοριανοί ο., ο πατριάρχης των … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Καδμίλος — Μυθολογικό πρόσωπο, ένας από τους Καβείρους. Σύμφωνα με τον Ακουσίλαο τον Αργείο, ήταν γιος της Καβειρούς και του Ήφαιστου και πατέρας των τριών Καβείρων, που απέκτησαν τρεις κόρες, τις Καβειρίδες. Σύμφωνα όμως με τον Διονυσόδωρο, ο Κ. ήταν το… … Dictionary of Greek
Παλαιοκαθολικός — Καθολικός χριστιανός που δεν αναγνωρίζει το αναμάρτητο (αλάθητο) του πάπα. Οι αποφάσεις στη Σύνοδο του Βατικανού (1869) για το αλάθητο του πάπα, προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση στη Γερμανία όπου, το 1873, ιδρύθηκε η Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών. Η… … Dictionary of Greek
Πρωτοκανονικά — τα, Ν εκκλ. (στη νεώτερη ερμηνευτική θεολογία) τα 22 ή, κατά άλλη αρίθμηση, τα 24 βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης τα οποία αποτελούν και τον λεγόμενο πρώτο κανόνα ή Εσδραίο κανόνα τής Παλαιάς Διαθήκης, τον οποίο αναγνωρίζουν μόνον οι Ιουδαίοι και οι… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek